- χαραμίζω
- Ν [χαράμι]1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή3. μέσ. χαραμίζομαιδεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου, αδικούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.