χαραμίζω

χαραμίζω
Ν [χαράμι]
1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο
2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή
3. μέσ. χαραμίζομαι
δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου, αδικούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαραμίζω — χαραμίζω, χαράμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαραμίζω — χαράμισα, χαραμίστηκα, χαραμισμένος 1. καταναλώνω κάτι άδικα, το δαπανώ άσκοπα: Χαράμισα τα λεφτά μου στους γιατρούς και τίποτε δε μου καναν. 2. πουλώ κάτι σε χαμηλή τιμή: Το χαράμισε το ωραίο οικόπεδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”